- ἐργάζεσθε
- ἐργάζομαιworkpres imperat mp 2nd pl (attic)ἐργάζομαιworkpres ind mp 2nd pl (attic)ἐργάζομαιworkimperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐργάζεσθ' — ἐργάζεσθε , ἐργάζομαι work pres imperat mp 2nd pl (attic) ἐργάζεσθε , ἐργάζομαι work pres ind mp 2nd pl (attic) ἐργάζεσθαι , ἐργάζομαι work pres inf mp (attic) ἐργάζεσθε , ἐργάζομαι work imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποληπτώ — προσωποληπτῶ, έω, ΝΜΑ [προσωπολήπτης] έχω χαριστική διάθεση απέναντι σε ένα άτομο, μεροληπτώ («εἰ δὲ προσωποληπτεῑτε, ἁμαρτίαν ἐργάζεσθε», ΚΔ) … Dictionary of Greek